- δυναμάρι
- το (Μ δυναμάριον και δυναμάριν) [δύναμις]κάθε αντικείμενο που χρησιμοποιείται για ενίσχυση τής στερεότητας, αντοχής, ευστάθειας άλλου αντικειμένουμσν.φρούριο, οχυρό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραβοήθημα — τὸ Α [παραβοηθώ] 1. βοήθεια, επικουρία 2. στον πληθ. τά παραβοηθήματα (με περιλπτ. σημ.) ενίσχυση παλαιάς δοκού, δυναμάρι … Dictionary of Greek